εὐχαριστῶν

εὐχαριστῶν
εὐχαριστέω
bestow a favour on
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Εὐχαρίστων — Εὐχάριστος agreeable masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίστων — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благодарьствовати — БЛАГОДАРЬСТВ|ОВАТИ (13), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Выражать благодарность, благодарить: бл҃годарьствоую тѩ г҃и. СбЯр XIII, 79; изиде бл҃годарьствоу˫а и вѣроу˫а г(с)ви (εὐχαριστῶν) ГА XIII XIV, 101б; твою мт҃рь свѣдуще б҃цю. бл҃года||рьствуемъ вопьюще оц҃ь.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… …   Dictionary of Greek

  • πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μόλναρ, Φέρεντς — (Ferenc Molnar, Βουδαπέστη 1878 – Νέα Υόρκη 1952). Ούγγρος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του στη Γενεύη, επέστρεψε στη Βουδαπέστη, όπου άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία. Κυνηγημένος από τον ναζισμό,… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • νοσταλγία — η 1. βαρυθυμία, μελαγχολία από τον πόθο του γυρισμού στην πατρίδα: Νοσταλγία της πατρίδας. 2. βαρύθυμη ανάμνηση ευχάριστων γεγονότων ή καταστάσεων του παρελθόντος: Νοσταλγία της παλιάς εποχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”